- διαχαράζω
- διαχάραξα, διαχαράχτηκα, διαχαραγμένος, θέτω όρια, καθορίζω τον τρόπο που θα ενεργήσω: Τα στελέχη της επιχείρησης διαχάραξαν με προσοχή την πορεία της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.